Πολλοί άνθρωποι νιώθουν άβολα έξω από το σπίτι τους διότι νιώθουν ότι οι άλλοι, οι ξένοι, μπορεί και να τους σχολιάσουν αρνητικά από μία αδέξια κίνηση, η κάτι λάθος που μπορεί να κάνουν. Αυτή η κατάσταση τους φέρνει σε δύσκολη θέση και ως συνέπεια έχει να νιώθουν την ταπείνωση και τον εξευτελισμό τους.
Ο φόβος ότι κάποιος μπορεί να κοκκινίσει, να τρέμει η να τραυλίζει μπροστά στους άλλους, τον οδηγεί και στην αποφυγή της βλεμματικής επαφής. Αυτό έχει σαν συνέπεια τον περιορισμό των δραστηριοτήτων του ατόμου όπου μπορεί. Αν όμως αναγκαστεί να μιλήσει δημόσια, να απευθυνθεί σε άτομα του άλλου φύλου κ.α., βιώνει έντονη αγωνία και δυσφορία που καταντά για τον ίδιο πραγματικό βασανιστήριο. Συχνά συνοδεύεται από σωματικά συμπτώματα αυτή η συναισθηματική κατάσταση, όπως η ταχυκαρδία, η εφίδρωση, η ερυθρότητα του προσώπου κ.α.
Συχνά αυτά τα άτομα όταν δεν θεραπεύονται μένουν ανύπαντροι, άνεργοι και ζουν με τους γονείς τους. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η αντικειμενική τους δυσκολία στο να αγαπάνε τον εαυτόν τους και να αναγνωρίζουν την πραγματική αξία των προτερημάτων τους. Όποιος υποφέρει από αυτήν την διαταραχή υποτιμά τον εαυτόν του χωρίς λόγο. Στο κάτω κάτω γεννιόμαστε δίχως να το έχουμε ζητήσει και ούτε επιλέγουμε τους γονείς, αλλά έχουμε όλοι το δικαίωμα να εισπράξουμε τρυφερότητα, να έχουμε ευκαιρίες και μια καλή ποιότητα ζωής. Συχνά όμως τα πράγματα πάνε πολύ διαφορετικά και αυτό μπορεί να μας οδηγήσει στο να πιστέψουμε ότι δεν μας αξίζει κάτι καλό.
Μετατρέποντας την αγωνία μας, για το πώς μας κρίνουν οι άλλοι, μας οδηγεί σε ένα πραγματικό σύμπτωμα. Με αυτόν τον τρόπο η ζωή μας γίνεται ένας συνεχής τόπος εξετάσεων.
Συχνά όποιος υποφέρει, αποδέχεται ότι είναι έτσι φτιαγμένος και είναι κρίμα, διότι με τις κατάλληλες θεραπείες μπορεί να πετύχει σημαντική βελτίωση της κατάστασής του. Υπολογίζεται ότι μόνον οι μισοί που υποφέρουν από κοινωνική φοβία αποφασίζουν να ζητήσουν βοήθεια από ειδικό και αυτό γίνεται για να λύσουν προβλήματα που συνδέονται με το άγχος, την κατάθλιψη η την κατάχρηση ουσιών.
Η κοινωνική φοβία όντως συνυπάρχει συχνά με άλλες ψυχικές παθήσεις όπως η κατάθλιψη και άλλες μορφές φοβίας. Στους έφηβους συχνά συναντάται η κατάχρηση αλκοόλ, φαρμάκων και ινδικής κάνναβης στην προσπάθειά τους να ελέγξουν το άγχος τους.
Στο σήμερα η διάδοση των social networks (Facebook, Instagram, Twitter κ.α.) δημιουργεί ένα νέο τύπο κοινωνικότητας, φαινομενικά πιο κατάλληλο για όποιον δυσκολεύεται στο να ζει ανθρώπινες επαφές δια ζώσης. Όμως αυτή η υπεκφυγή εγκυμονεί τον κίνδυνο στο να κάνει το άτομο ακόμη περισσότερο αποφευκτικό στις επαφές του με άλλα άτομα. Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι η κοινωνία έχει γίνει πιο ανταγωνιστική και ευνοεί τις συγκρουσιακές καταστάσεις, το να αποφύγει κανείς να εκτεθεί μπορεί τελικά να είναι και χρήσιμο για την επιβίωσή του. Τότε η κοινωνική φοβία παίρνει την μορφή της αυτοάμυνας.
Είναι γνωστό ότι υπάρχουν παράγοντες κινδύνου που συνδέονται με την οικογένεια. Δεν είναι όμως σαφές εάν οφείλονται σε μία γενετική προδιάθεση η σε συμπεριφορές επίκτητες από το οικογενειακό περιβάλλον.
Πρόληψη: Σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες δουλεύουν με συστημικό τρόπο, για την πρόληψη αυτών των ψυχοπαθολογικών καταστάσεων ξεκινώντας από τα σχολεία. Καλλιεργείται η ιδέα της συνεργασίας, η ανάπτυξη ομάδων με ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις των μελών, σε ένα κλίμα αμοιβαίου σεβασμού και αναγνώρισης. Αποφεύγοντας τον ανταγωνισμό και την σύγκριση.
Θεραπεία: Η θεραπεία πρέπει να είναι ιδιαιτέρως εξατομικευμένη, εστιάζοντας στο άτομο με τις ιδιαιτερότητες του, τις ευαισθησίες του και το οικογενειακό του ιστορικό. Στην φαρμακοθεραπεία χρήσιμα είναι τα αντικαταθλιπτικά νέας γενιάς, ενώ παράλληλα η ψυχοθεραπευτική υποστήριξη είναι αναγκαία.
Σπύρος Μεταξάς Ψυχίατρος-Ψυχοθεραπευτής