Το συναίσθημα της ενοχής είναι γνωστό σε όλους μας και έχουμε τη σχετική επίγνωση στο πόσο μπορεί να μάς ακινητοποιήσει. Τότε είναι που ξεπροβάλλει η διάθεσή μας για εξιλέωση με ό,τι αυτό σημαίνει για τον καθένα μας.
Αυτό όμως για το οποίο δεν έχουμε την ανάλογη επίγνωση είναι ότι το συναίσθημα της ενοχής δεν εξαρτάται από τις πράξεις που κάναμε ή δεν κάναμε. Είναι το αποτέλεσμα ενός λανθασμένου τρόπου να είμαστε σε σχέση με τον εαυτό μας.
Συχνά πίσω από την κατηγόρια του εαυτού μας κρύβεται ο φόβος στο να μην χάσουμε την αποδοχή και την αγάπη των άλλων. Είναι μία παιδική μας πλευρά, που εκφράζει την ανάγκη μας για αποδοχή.
Αν επεξεργαστούμε με επίγνωση το συναίσθημα της ενοχής, θα δούμε ότι δεν έχει να κάνει με τον άλλο που μάς παρατηρεί και του οποίου φοβόμαστε την κριτική, αλλά είναι ο «άλλος» που εμείς έχουμε ενδοβάλει. Αυτό που τελικά συμβαίνει είναι ότι ένα κομμάτι του εαυτού μας ταυτίζεται με τους κανόνες, τα πρέπει, τα οποία εμείς οφείλουμε να υπηρετούμε δίχως αντίρρηση.
Είναι μία δυναμική διεργασία που συμβαίνει μέσα μας, μεταξύ του να εξελιχθούμε και του να μείνουμε στάσιμοι. Μεταξύ κουράγιου με αποφασιστικότητα και φόβου με ανασφάλεια.
Το αίσθημα της ενοχής μάς κρατά στάσιμους και έτσι δεν διεκδικούμε, επειδή φοβόμαστε μήπως και χάσουμε την αποδοχή από το εξωτερικό περιβάλλον.
Η ενοχή σαν κατάσταση, μάς στερεί ζωτικής σημασίας ενέργεια την οποία φοβόμαστε να εξωτερικεύσουμε, όπως είναι ο θυμός και η διαφωνία. Φοβόμαστε την απόρριψη και την κριτική και κρατάμε τον εαυτό μας περιορισμένο σε μία παιδικόμορφη κατάσταση. Τελικά η ενοχή λειτουργεί σαν ένα κολλάρο που το έχουμε βάλει εμείς στον εαυτό μας για να μάς κρατάνε οι άλλοι υπό τον έλεγχό τους.
Το αίσθημα της ενοχής μπορεί να λειτουργεί και σαν μία υπεκφυγή από το να αναλαμβάνουμε τις ευθύνες που μας αναλογούν. Είναι τότε που παίρνει μία μορφή υποκρισίας και μάς επιτρέπει να διατηρήσουμε μία «καλή» εικόνα του εαυτού μας.
Το πρώτο βήμα προς την απελευθέρωση από το συναίσθημα της ενοχής, είναι η ανυπακοή, που από τη φύση της είναι μία πράξη με χαρακτήρα εξελικτικό.
Από την παιδική μας ηλικία, γινόμαστε ενήλικες περνώντας μέσα από μία διαδικασία που λέγεται εφηβεία. Είναι τότε που αμφισβητούνται τα πρέπει της γονικής οικογένειας και μέσα από κάποια ψέματα και ακόμη κάποιες παραβάσεις έρχεται η ενηλικίωση αναλαμβάνοντας πλέον εμείς οι ίδιοι το κόστος και το όφελος των όποιων επιλογών μας.
Το θέμα δεν είναι στο να μην κάνουμε λάθη στην εξελικτική μας διαδρομή, αλλά να αλλάξει η ματιά με την οποία τα βλέπουμε, χωρίς ενοχή, επιτρέποντας στον εαυτό μας να πραγματοποιεί αυτό το οποίο αγαπά και τον χαρακτηρίζει.
Είναι φορές που δεν έχουμε την ανάλογη επίγνωση του συναισθήματος της ενοχής και νιώθουμε ανεπαρκείς επειδή δεν είμαστε στο ύψος των προσδοκιών της οικογένειας μας και κατ’ επέκταση της κοινωνίας. Τότε δύο πράγματα μπορούν να συμβούν.
Α) Να χαμηλώσουμε το κεφάλι και να ακολουθήσουμε ότι ακριβώς μάς έχει επιβληθεί, νιώθοντας για άλλη μια φορά ανεπαρκείς.
Β) Να επαναστατήσουμε, αντιδρώντας στα πρέπει της οικογένειας και κατ’ επέκταση της κοινωνίας, με τον κίνδυνο να στιγματιστούμε ως το «μαύρο πρόβατο».
Επειδή και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει βαθιά μέσα μας το συναίσθημα της ενοχής, μάς δημιουργείται η ανάγκη για εξιλέωση. Την αποζητούμε για παράδειγμα όταν παύουμε να κάνουμε αυτό που πραγματικά αγαπάμε και μάς δίνει χαρά για ζωή. Τότε είναι σημαντικό να έχουμε την επίγνωση ότι δεν είναι τα εξωτερικά ερεθίσματα που μάς οδηγούν στην εξιλέωση, αλλά ο φόβος μας στο να μην κάνουμε λάθος, με τις όποιες προεκτάσεις κόστους και συνέπειας μπορεί αυτό να συνεπάγεται.
Είναι πολύ σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι αυτό που απλά ορίζουμε ως «λάθος», δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία εμπειρία ζωής στην εξελικτική μας διαδρομής.
Το αντίθετο της εξιλέωσης είναι η ανθεκτικότητα (resilience) που αναπτύσσει κανείς, ώστε να προστατευτεί από τις όποιες αντιξοότητες και αγχώδεις εμπειρίες της ζωής. Είναι η ικανότητα αναδίπλωσης και προσαρμογής που αναπτύσσει κανείς ενώπιον των διαφόρων τραυμάτων και απωλειών. Τότε το άτομο δεν «σπάει», αλλά λυγίζει και επιβιώνει και στη συνέχεια ανακάμπτει πιο δυνατό και σοφό από πριν.
Είναι σημαντικό να νιώσουμε ότι το συναίσθημα της ενοχής δεν μπορούμε να το νικήσουμε με εκλογικεύσεις καθ’ ότι είναι αυτές που το δημιουργούν. Οφείλουμε να σπάσουμε τα νοητικά σχήματα που μάς το δημιουργούν καθ’ ότι το συναίσθημα της ενοχής δεν ανταποκρίνεται σε πραγματικά γεγονότα. Θα πρέπει να λειτουργεί σαν ένα είδος κινητοποίησης, για να αναπτύξουμε τις πραγματικές μας δυνατότητες στον χρόνο και τον τρόπο που εμείς ελεύθερα θα επιλέξουμε και τότε αυτό το συναίσθημα θα είναι πλέον παρελθόν.
Σπύρος Μεταξάς Ψυχίατρος – Ψυχοθεραπευτής