Πώς μπορούμε να εκφράσουμε και να μεταδώσουμε στους άλλους αυτό που πραγματικά είμαστε. Πώς μπορούμε να ξεπεράσουμε τις όποιες δυσκολίες και να βελτιώσουμε τις σχέσεις μας.
Όταν πρόκειται να επικοινωνήσουμε με κάποιον, χρήσιμο είναι προηγουμένως να διερωτηθούμε εάν αυτό που πρόκειται να του πούμε είναι στην πραγματικότητα αποτέλεσμα δικού μας προβληματισμού, η χρησιμοποιούμε εκφράσεις άλλων. Άλλων των οποίων θέλω να μοιάσω, η που έχω εσωτερικεύσει τις απόψεις τους. Αυτοί μπορεί να είναι οι γονείς μας, η σχέση μας, είτε κάποιο πρόσωπο κύρους.
Το πλαίσιο και το ποιος είναι απέναντί μας καθορίζουν τον τρόπο της επικοινωνίας μας.
Διαφορετικό λεξιλόγιο χρησιμοποιούμε στον χώρο εργασίας σε σχέση με εκείνο με τους φίλους μας. Αν θέλουμε να επικοινωνήσουμε ουσιαστικά με το μικρό ανήλικο παιδί μας καλό είναι να του μιλάμε με το δικό του λεξιλόγιο για να μπορέσει να μας ακούσει. Άλλο λεξιλόγιο στην επικοινωνία με τους ενήλικες και καθορίζεται σε σημαντικό βαθμό από το είδος της σχέσης που έχουμε μαζί τους. Σημαντικό ρόλο στην επικοινωνία παίζει, εκτός από το είδος των λέξεων που χρησιμοποιούμε και που αποτυπώνουν με σαφήνεια αυτό που θέλουμε να εκφράσουμε, η στάση του σώματος, η συναισθηματική επένδυση των εκφράσεων, ο τόνος της φωνής καθώς και οι εκφράσεις του προσώπου.
Επικοινωνία μέσω internet στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης:
Το να παρουσιάζεται κανείς στα social media, ενισχύεται το Εγώ του και κατ’ επέκταση δημιουργείται ένα είδος εξάρτησης. Σε όλους μας είναι γνωστό ότι όλο και περισσότερα άτομα περνούν ώρες ατελείωτες στο διαδίκτυο. Άτομα που έχουν αντικειμενική δυσκολία στις διαπροσωπικές τους σχέσεις από κοντά, μπορούν και φτιάχνουν πολλές δεκάδες «φίλων». Δεν χρειάζεται καν να ξεβολευτούν από την άνεση του χώρου τους και οποιαδήποτε ώρα του 24ώρου. Αναπτύσσεται έτσι ένας εξωτερικός μηχανισμός ευχαρίστησης. Ο κίνδυνος είναι αφενός να εκτεθούν υπερβολικά και αφετέρου να απογοητευθούν διότι δεν θα υπάρξει ανταπόκριση, ανάλογη των προσδοκιών τους.
Πως επικοινωνούμε καλύτερα με τους άλλους:
Είναι φορές που νιώθουμε ότι ο άλλος δεν μας κατανοεί καθόλου. Γιατί άραγε; Αυτό συμβαίνει γιατί κάποιες φορές που μιλάμε χρησιμοποιούμε λέξεις και εκφράσεις που δεν μας εκπροσωπούν, αλλά τις έχουμε δανειστεί από άλλους, όπως για παράδειγμα από τους γονείς μας. Τότε μας λείπει η βαθειά επίγνωση του εαυτού μας με το τι πραγματικά θέλουμε να επικοινωνήσουμε.
Από την άλλη πλευρά, λόγω καταπιεσμένων συναισθημάτων και αδικιών που βιώσαμε στο παρελθόν καθώς και ψυχοτραυματικών γεγονότων, αναδύονται έντονα συναισθήματα που εκφράζονται με λόγια, που σε δεύτερο χρόνο έχουμε μετανιώσει διότι δεν ήταν αυτό που πραγματικά θέλαμε να πούμε.
Με τον φόβο να μην μας συμβεί κάτι από τα παραπάνω, μένουμε σιωπηλοί με ένα συναίσθημα αναξιότητας που μας κυριεύει.
Όμως είναι σημαντικό να εκτιμούμε την σιωπή μας διότι μας δίνει τον αναγκαίο χρόνο στο να αναδυθούν σκέψεις και εκφράσεις αυθεντικές δικές μας, που εκπροσωπούν πραγματικά αυτό που θέλουμε να πούμε στον άλλο.
Είναι φορές που δεν τολμούμε να εκφραστούμε λόγω του φόβου της κριτικής των άλλων. Στην πραγματικότητα δεν είναι οι άλλοι που μας τρομάζουν, αλλά η ιδέα που εμείς έχουμε για τον εαυτόν μας. Σε αυτό συμβάλει η χαμηλή αυτοεκτίμησή μας, που τροφοδοτείται από την διαμάχη μεταξύ των επιθυμιών μας και των φόβων μας.
Συχνά κάποιες παγιωμένες πεποιθήσεις, προκαταλήψεις και γενικεύσεις, μας εμποδίζουν στο να τολμήσουμε να εκφραστούμε. Είναι τότε που κυριαρχεί η σκέψη που λέει «δεν αξίζει τον κόπο να εκφραστώ γιατί γνωρίζω εκ των προτέρων το αποτέλεσμα». Έτσι χάνουμε ευκαιρίες στο να σχετιστούμε με τους άλλους.
Από την άλλη πλευρά θέλει προσοχή να λέμε τα πράγματα μία φορά και να μην επαναλαμβανόμαστε. Το να λέμε στερεότυπες εκφράσεις που επαναλαμβάνονται, ο άλλος παύει να μας ακούει επί της ουσίας και προκαλείται η σύγκρουση με τον άλλο. Αυτό συμβαίνει διότι ο εσωτερικός εαυτός διχάζεται μεταξύ ενός ενήλικου κομματιού και ενός παιδικού ανώριμου. Τότε είναι χρήσιμο να διερωτηθούμε το ποιο κομμάτι του εαυτού μου εκφράζεται εκείνη την στιγμή. Ακόμη να διερωτηθούμε ποιανού τις εκφράσεις αντιγράφω. Έτσι καλλιεργείται η επίγνωση των όσων λέμε.
Συχνά συμβαίνει να αυξάνουμε τον τόνο της φωνής μας, σαν να προσπαθούμε να επιβληθούμε στον άλλο. Τότε, και δίκιο να έχουμε, το χάνουμε διότι ο άλλος έχει πάψει να μας ακούει επί της ουσίας και έτσι δεν ευνοείται ο διάλογος με τα όποια επιχειρήματα.
Το να λέμε το πώς μας κάνει και νιώθουμε ο άλλος, έχοντας πλήρη επίγνωση των συναισθημάτων μας, όπως π.χ. εκείνο του θυμού, είναι μια χρήσιμη πληροφορία που θα βοηθήσει στην συνέχιση μιας εποικοδομητικής επικοινωνίας.
Κάτι που πρέπει να αποφεύγουμε είναι να περιαυτολογούμε και να μιλάμε μόνο για μας και για τις όποιες δυσκολίες μας δίχως να «νοιαστούμε» στο πως πραγματικά αυτό, κάνει να νοιώσει τον συνομιλητή μας. Οι άλλοι κουράζονται με μας και μας αποφεύγουν και τότε έχουμε έντονη την αίσθηση ότι οι άλλοι δεν μας κατανοούν.
Τελειώνοντας θέλω να τονίσω πόσο σημαντικό είναι στην επικοινωνία με τον άλλον, να τον ακούμε όχι μόνο με τα αυτιά μας, αλλά με την «καρδιά» μας. Τότε μόνο βάζουμε τις βάσεις για μία ουσιαστική επικοινωνία που μας δημιουργεί μία αίσθηση ικανοποίησης και ευχαρίστησης.
Σπύρος Μεταξάς Ψυχίατρος – Ψυχοθεραπευτής